σφαιρίδιο

σφαιρίδιο
το, ΝΜ
μικρή σφαίρα
νεοελλ.
1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι
2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο
3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα, η οποία εισάγεται στους κυλισιοτριβείς με σκοπό την ελάττωση τών τριβών, αλλ. μπίλια
4. ζωολ. αισθητήριο όργανο τού κελύφους τών αχινών που αποτελείται από μικρό διάφανο ελλειψοειδές σωμάτιο το οποίο είναι στερεωμένο με μίσχο σε ένα μικροσκοπικό φυμάτιο και λειτουργεί ως όργανο ισορροπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + κατάλ. -ίδιο(ν), πρβλ. πλακ-ίδιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφαιρίδιο — το 1. μικρή σφαίρα. 2. χοντρό σκάγι: Γέμισε τα φυσίγγια με σφαιρίδια για να κυνηγήσει αγριογούρουνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι …   Dictionary of Greek

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • οφέλλιον — ὀφέλλιον, τὸ (Α) μικρή μάζα, σφαιρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ofella, υποκορ. τού offa «μάζα, θρόμβος, σφαιρίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • πλαστοσφαιρίδια — τα, Ν βοτ. σταγονίδια λιποειδών που απαντούν μεμονωμένα ή κατά ομάδες στη θεμέλια ουσία, δηλαδή το στρώμα, τών χλωροπλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + σφαιρίδιο. Η λ. αποτελεί απόδοση τού νόθου αντιδάνειου σύνθ. plastoglobuli < πλαστός + λατ.… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αιμοσφαιρίνη — Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”